Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άναθλος — ἄναθλος, ον (Α) [ἄθλος] ο δίχως άθλους, δειλός, άνανδρος … Dictionary of Greek
ἄναθλος — unathletic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)